Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Τα "ψάρια" του Κράτους

«Αν δώσεις σε έναν άνθρωπο ένα ψάρι, έχει να φάει για μία ημέρα. Αν του μάθεις να ψαρεύει, θα έχει να τρώει για όλη του τη ζωή» - Κινέζικη παροιμία. 

Δεν γνωρίζω πότε το «ψάρι» έγινε το ζητούμενο στην κοινωνία μας και αντικατέστησε το «ψάρεμα». Κάτι οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, κάτι τα κατάλοιπα της φτώχιας που βίωσε ο ελληνικός λαός για πολλά χρόνια μέχρι τη δεκαετία του 70, μάθαμε συλλογικά να ζητάμε ένα Κράτος που θα μας δίνει έτοιμα «ψάρια», χωρίς εμείς να χρειάζεται να «ψαρεύουμε». 

Στη θεωρία, που κληρονομήσαμε από την σοσιαλιστική οπτική, ενδυναμώνοντας το Κράτος, δηλαδή τον δημόσιο τομέα, τον δημόσιο έλεγχο της αγοράς, τις δημόσιες επενδύσεις και γενικότερα χτίζοντας ένα «κρατικοκεντρικό» μοντέλο οικονομίας, αυξάνεται ταυτόχρονα η δημοκρατικότητα της χώρας, η ποιότητα των κοινωνικών αγαθών όπως η παιδεία, η υγεία και η πρόνοια, και κυρίως αποτρέπεται η ενδυνάμωση ενός ιδιωτικού συμφέροντος εις βάρος του κοινού. 

Στην πράξη όμως, τα πράγματα δείχνουν να ισχύουν από την τελείως ανάποδη πλευρά. Καταρχάς, τα κοινωνικά αγαθά στην Ελλάδα, στην ουσία δεν είναι δημόσια. Είναι κρατικά. Αυτό σημαίνει, ότι η ποιότητα και οι υπηρεσίες τους δεν εξαρτώνται από τις δημόσιες ανάγκες της κοινωνίας, αλλά από το Κράτος, γενικώς και αορίστως, δηλαδή από τον κάθε δημόσιο λειτουργό που έχει τη δύναμη να επεμβαίνει στην διοίκηση και τη λειτουργία τους. Αυτό περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων, από τον Χ πολιτικό, μέχρι και τον τελευταίο υπάλληλο που δουλεύει στον σχετικό οργανισμό. Μέσα στο ίδιο φάσμα υπάρχουν γραμματείς, προϊστάμενοι, συνδικαλιστές, πολιτικάντηδες, υπάλληλοι που παρανόμως μετέχουν σε εταιρίες, κομματικά στελέχη, κλητήρες που με το πέρασμα των χρόνων έχουν καταλάβει θέσεις ευθύνης, κουμπάροι, μπατζανάκηδες, κοκ. Το ίδιο φάσμα ανθρώπων είναι παρόν στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, γι’ αυτό αν θέλουμε να ακριβολογούμε, η σωστή ορολογία θα ήταν «Κρατικός Τομέας».

Ένα από τα βασικότερα παράδοξα που συμβαίνουν με το Κράτος είναι ότι ο προαναφερόμενος κρατικός τομέας διαχειρίζεται κυριολεκτικά δημόσιο χρήμα προερχόμενο από φόρους, πρόστιμα, και διάφορα τέλη από όλους τους πολίτες. Κοινώς, στο όνομα της διαφάνειας, της δημοκρατίας και της αξιοκρατίας, έχουμε ορίσει μία μεγάλη επιχείρηση να διαχειρίζεται τα χρήματά μας η οποία μάλιστα δεν ελέγχεται από κανέναν. Η επιχείρηση αυτή ονομάζεται «Κράτος». 

Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, ισχυρότερο κράτος σήμαινε αυτόματα και ισχυρότερη κοινωνία. Η ενδυνάμωσή του, είτε μέσω μεγέθυνσης του Δημοσίου Τομέα, είτε μέσω αύξησης των σημείων ελέγχων σε κάθε οικονομική δραστηριότητα ιδιώτη ή ιδιωτικής επιχείρησης, το κατέστησε την κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Δεδομένου, άλλωστε, ότι οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις διαχειρίζονταν από το Κράτος, ο ιδιωτικός τομέας προσέβλεπε σε δουλειές με το Δημόσιο όλο και περισσότερο. Έχοντας μεν τη φερεγγυότητα του καλού πληρωτή, αλλά και τα «παραθυράκια» για αδιαφανείς πράξεις και συμφωνίες, σύντομα το Κράτος έγινε η αγελάδα την οποία μπορούσε να αρμέξει ο οποιοσδήποτε και να βγάλει γάλα, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα για τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα που παρήγαγε. Άλλωστε ουσιαστικοί έλεγχοι ή προσωπικές ευθύνες δεν υπήρξαν ποτέ σε ρεαλιστικό βαθμό για την διακίνηση των δημοσίων κεφαλαίων, τις επενδύσεις και τις δαπάνες του Δημοσίου, οπότε το «γάλα της αγελάδας» έρεε άφθονο. Την ίδια ώρα τα κόμματα, ως οργανισμοί, στήθηκαν σαν μικρογραφίες του κράτους: με πολλούς αργόσχολους υπαλλήλους, με πολυτελή γραφεία και καταχρεωμένα. Πάντα όμως όπως και το κράτος στο όνομα και στην υπηρεσία του πολίτη. 

Αναπόφευκτα, η οικονομική κρίση του Κράτους επηρέασε ολόκληρη την αγορά και ακολούθως ολόκληρη την κοινωνία. Εφόσον λοιπόν, ως χώρα δοκιμάσαμε το κρατικό μοντέλο, το οποίο όχι μόνο απέτυχε παταγωδώς, αλλά τελικά παρασέρνει και την υπόλοιπη κοινωνία μαζί του, γιατί συνεχίζουμε αυτή την εμμονή με τον κρατισμό; Γιατί έχει δαιμονοποιηθεί τόσο πολύ η επιχειρηματικότητα και ο ιδιωτικός τομέας, δεδομένου ότι ουδέποτε υπήρξε ελεύθερη αγορά ή πραγματική ανταγωνιστικότητα στη χώρα; Πώς έχουμε την ευκολία να κατακρίνουμε κάτι που ουδέποτε έχουμε βιώσει, αλλά συνεχίζουμε να στηρίζουμε κάτι που έχει αποδεδειγμένα αποτύχει; Γιατί αυτή η εμμονή στην παροχή δημοσίων αγαθών, όπως η υγεία, η παιδεία, και η κοινωνική ασφάλιση, ακόμα και αν αυτά είναι σε τριτοκοσμική κατάσταση που συνεχώς υποβαθμίζεται, χωρίς να έχουμε δοκιμάσει εναλλακτικές όπου αυτά τα αγαθά προσφέρονται μεν δωρεάν αλλά μέσω ιδιωτικών οργανισμών ασφάλισης ή πιο αποδοτικής διοχέτευσης των κρατικών εσόδων; 

Ακόμα και τώρα που το Κράτος προσπαθεί να ξεφορτωθεί ζημιογόνους οργανισμούς, κάποιοι μιλάνε για «ξεπούλημα». Δηλαδή, όλα αυτά τα χρόνια όπου το δημόσιο χρήμα εξαφανιζόταν μέσα σε αόρατα και σκοτεινά κανάλια κρατικοδίαιτων συμφερόντων και πήγαινε στις τσέπες του φάσματος που προαναφέρθηκε, με τι ακριβώς είχαμε να κάνουμε; Εκτός αν το πρόβλημα της χώρας δεν είναι τόσο η ανομία, η αδικία, η αναξιοκρατία, και η τριτοκοσμικότητα που διέπει όλα τα δημόσια κοινωνικά αγαθά, αλλά αν τα συμφέροντα είναι ιδιωτικά μέσα από τον δημόσιο τομέα ή μέσα από τον ιδιωτικό.

Το πραγματικό δίλλημα δεν είναι «κράτος ή ελεύθερη αγορά», αλλά πλασματική ή ουσιαστική δημοκρατία. Από εκεί και πέρα, αν θα επιλέξουμε το κράτος ή την ελεύθερη αγορά ή τη συνύπαρξη και των δύο προκειμένου να έχουμε ουσιαστική δημοκρατία και ευημερία είναι διάλογος σε δεύτερο στάδιο. Για αρχή, ας μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος και να αποφασίσουμε αν θα ψάχνουμε «ψάρια» εσαεί, ή αν ήρθε ο καιρός να μάθουμε να «ψαρεύουμε» μόνοι μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου