Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Ας μιλήσουμε για ανάπτυξη

Αναδημοσίευση από την "Καθημερινή"
Του Βασίλη Μοναστηριώτη*


Παρά τα πολλά του «άσχημα», το Μνημόνιο ΙΙ φέρνει και ένα πολύ καλό. Επιτέλους η όλη συζήτηση για το αν η Ελλάδα θα αφεθεί να «εκπέσει» από την Ευρωζώνη περνάει για την ώρα στο περιθώριο και στο προσκήνιο έρχεται το ζήτημα της ανάπτυξης. Ανάπτυξη, λοιπόν! Αλλά τι είδους ανάπτυξη; Και πώς;

Οι προτάσεις που ήδη ακούγονται -επιχειρηματικότητα, εξωστρέφεια, καινοτομία, στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση των κλάδων ενέργειας και τουρισμού- φαίνονται μεν σωστές και προφανείς, αλλά εμπεριέχουν και μια αοριστία ως προς το διά ταύτα (το πώς) και τις παραδοχές τους (το γιατί). Επιπλέον, προσπαθώντας να μεταφέρουν στην Ελλάδα επιτυχημένα παραδείγματα άλλων χωρών, στην ουσία θεωρούν το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας ως κάτι τεχνικό-ποσοτικό (περισσότερες επενδύσεις σε καλύτερους κλάδους) και όχι ως κάτι δομικό-ποιοτικό. Χωρίς όμως μία ουσιαστική κατανόηση της ποιοτικής διάστασης του προβλήματος (άρα και του πώς και του γιατί), μπορεί εύκολα να αποδειχτούν ανούσιες και αναποτελεσματικές.

Για παράδειγμα, η πρόταση για στήριξη της επιχειρηματικότητας χωρίς ένα πλαίσιο δημιουργίας μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων προσανατολισμένων σε προϊόντα μεταποίησης ή υπηρεσιών παραγωγού (business services) -όταν στην Ελλάδα το 40% αυτοαπασχολείται και στις μικρές επιχειρήσεις έσοδα και οικογενειακό εισόδημα εξισώνονται στρεβλώς- είναι στην ουσία μία πρόταση συνέχισης του προκαπιταλιστικού μοντέλου oργάνωσης της ελληνικής οικονομίας. Ηδη οι υπάρχουσες δράσεις του ΕΣΠΑ αυτό κάνουν: δίνουν κίνητρα σε ανέργους να ανοίξουν τις δικές τους (μικρο) επιχειρήσεις, ωθώντας τον άνεργο στην αυτοαπασχόληση και στην παροχή υπηρεσιών κατανάλωσης (λιανεμπόριο, τεχνίτες) που δημιουργούν ελάχιστα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και παράγουν ελάχιστη προστιθέμενη αξία. Και αν έρθουν παραπάνω χρήματα από την Ε. Ε. και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, αυτές οι δράσεις μπορεί να διευρυνθούν μέχρι να έχει ο κάθε (πρώην) άνεργος από ένα μαγαζί (αλλά χωρίς πελάτες!) και μέχρι να εξαφανίσουμε τη μισθωτή εργασία από την οικονομία!

Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα «καλών» δράσεων με στρεβλωτικές συνέπειες. Και ενώ οποιαδήποτε δράση που μειώνει την ανεργία μπορεί να είναι φαινομενικά «καλή», δεν είναι απαραίτητα και αρκετή για να φέρει την ανάπτυξη - είτε αυτή ορίζεται ως «αύξηση του ΑΕΠ» (growth) είτε, πολύ περισσότερο, ως αλλαγή του μοντέλου που παράγει το ΑΕΠ (development). Η Ελλάδα έχει δομικό πρόβλημα ανάπτυξης, με στοιχεία υπανάπτυξης που φαίνονται αφενός στο γεγονός ότι οι βασικοί εργοδότες είναι το Δημόσιο, η οικογενειακή επιχείρηση και η παραοικονομία (όπως στην Αφρική) και αφετέρου στο γεγονός ότι καταναλώνουμε πιο πολλά απ’ όσα παράγουμε, ενώ εξάγουμε κυρίως ακατέργαστα προϊόντα (όπως παλαιότερα στη Λατινική Αμερική). Το ότι για να αλλάξουν αυτά δεν αρκεί η επιστροφή σε «θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης» μας το δείχνουν τόσο οι (έτσι κι αλλιώς αισιόδοξες) προβλέψεις για το χρέος, όσο και τα ελλείμματα (εμπορικό και δημοσιονομικό) που παρουσίαζε η Ελλάδα συνεχώς στην προηγούμενη δεκαετία της «ταχύρρυθμης ανάπτυξης». 

Χρειάζεται, λοιπόν, μια ριζική αλλαγή του μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, με μέτρα που θα εστιάζουν στις δομές που συντηρούν την υπανάπτυξη. Η ενίσχυση της ζήτησης εργασίας (μέσω των δανείων της ΕΤΕπ και άμεσων ξένων επενδύσεων) πρέπει να συνδυαστεί με πρωταρχική συσσώρευση, τη μεταστροφή δηλαδή ενός μεγάλου τμήματος των αυτοαπασχολούμενων προς τη μισθωτή εργασία. Αντίστοιχα, η επίτευξη σταθερών εμπορικών πλεονασμάτων απαιτεί όχι μόνο τη δημιουργία εξωστρεφών επιχειρήσεων, αλλά και την αλλαγή του καταναλωτικού μας μοντέλου: την αύξηση των αποταμιεύσεων εις βάρος των ενδοοικογενειακών μεταβιβάσεων (από τον εργαζόμενο γονιό στο τέκνο που σπουδάζει ή απλά αργεί) και τη μετατόπιση της ζήτησης από υπηρεσίες σε αγαθά. Και η ενίσχυση της παραγωγικότητας χρειάζεται τη στροφή τμημάτων της εκπαίδευσης προς την επαγγελματική κατάρτιση και τη δημιουργία νέων πόλων ανάπτυξης (έστω και μέσω των «κακόφημων» Ελεύθερων Ζωνών), με μετακίνηση του ενεργού πληθυσμού προς άλλες περιοχές και δημιουργία νέων υποδομών στις περιοχές αυτές. Χρειάζεται επίσης φορολόγηση της μεγάλης ιδιοκτησίας (αυτών που «ζουν από τα ενοίκια») και πριμοδότηση των παραγωγικών δράσεων (για παράδειγμα, μέσω της μείωσης της φορολογίας των μη διανεμηθέντων κερδών των επιχειρήσεων - αν μπορεί να βρεθεί η φόρμουλα, ακόμα και των οικογενειακών).

Αυτά τα πράγματα όμως έχουν τεράστιο (οικονομικό και) κοινωνικό κόστος (το οποίο θα προεξοφληθεί πριν έρθουν τα ευεργετήματα της ανάπτυξης) και γι’ αυτό χρειάζεται να συζητηθούν ανοιχτά και να σχεδιαστούν ενδελεχώς. Και πρωτίστως, χρειάζεται να συνδυαστούν με τη δημιουργία ενός κοινωνικού ιστού ασφαλείας, ώστε η μετάβαση να γίνει χωρίς αυτοί που πλήττονται να ωθούνται στην εξαθλίωση. Χωρίς αυτή τη συζήτηση και την αντίστοιχη στρατηγική, οι προτάσεις για επιχειρηματικότητα και εξωστρέφεια καταλήγουν εν πολλοίς ένα απλό ευχολόγιο που μπορεί να φέρει ενδεχομένως λίγο παραπάνω ΑΕΠ, αλλά δεν θα φέρει πραγματική ανάπτυξη.

* Ο κ. Βασίλης Μοναστηριώτης είναι επίκ. καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου (LSE) και μέλος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του LSE.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου